- ἀπόβρεγμα
- ἀπόβρεγμαinfusionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόβρεγμα — το (AM ἀπόβρεγμα) νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού … Dictionary of Greek
ἀποβρέγμασι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματα — ἀπόβρεγμα infusion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματος — ἀπόβρεγμα infusion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)